Ενδεχόμενος δόλος και ενσυνείδητη αμέλεια
του Θεόδωρου Π. Μαντά*
Από τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις της διατάξεως του άρθρου 282 ΚΠΔ με τους νόμους 1128/81, 2207/94 και 2408/96, καθίσταται φανερή η μεταρρυθμιστική βούληση του νομοθέτη προς την κατεύθυνση του δραστικού περιορισμού της χρήσεως του καταναγκαστικού δικονομικού μέτρου της προσωρινής κρατήσης
Αφορμή για την προσέγγιση αυτά αποτελούν σημαντικά γεγονότα και δικαστικές υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη αυτή τη χρονική περίοδο, με αφορμή τραγικά δυστυχήματα που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες συνανθρώπους μας, όπως οι καταρρεύσεις κτηρίων στους σεισμούς της Αθήνας το 1999 & ειδικότερα στα εργοστάσια τας ΡIΚΟΜΕΞ ΑΕ και της ΦΑΡΑΝ ΑΕ, το πολύνεκρο ναυάγιο του Ε/Γ ΣΑΜΙΝΑ, το δυστύχημα και η οδύνη για την απώλεια των μαθητών στα ΤΕΜΠΗ και η πτώση του λεωφορείου στον ποταμό ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ.
Η σπουδαιότητα της διάκρισης αυτής γίνεται αντιληπτή στον απλό πολίτη από το γεγονός και μόνον ότι στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου το αδίκημα της ανθρωποκτονίας διώκεται σε βαθμό κακουργήματος και επιβάλλεται σε βάρος τον υπαιτίου η ποινή της ισοβίου καθείρξεως, ενώ στην περίπτωση της ενσυνείδητης έστω αμέλειας το αδίκημα της ανθρωποκτονίας διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος και επιβάλλεται σε βάρος του υπαιτίου ποινή φυλακίσεως το μέγιστο 5 ετών.
Είναι γεγονός ότι τα όρια ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και την αμέλεια είναι δυσδιάκριτα. Αποτέλεσμα αυτού είναι η διαπίστωση ότι στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, στην πρακτική εφαρμογή της νομικής επιστήμης παρατηρούνται συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες δικαστικές αποφάσεις, αλλά και προσεγγίσεις για την αυτή παραβατική συμπεριφορά
Η οριοθέτηση μεταξύ των δύο αυτών θεμελιακών εννοιών του Ποινικού Δικαίου, του ενδεχόμενου δόλου και τας αμέλειας ήταν μέχρι πρόσφατα αρκετά σαφής και μόνο οριακές αμφισβητήσεις μπορούσαν να υπάρχουν.
Οι τελευταίες όμως εξελίξεις δημιουργούν ερωτηματικά για το κατά πόσον οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται κυρίως στην πρακτική εφαρμογή της νομικής επιστήμης βρίσκονται εντός των ορίων παραδεκτών προσαρμογών στην πραγματικότητα αποτελούν παρέκκλιση και υπέρβαση των ορίων αυτών.
Σε μια πρώτη απλουστευτική προσέγγιση θα λέγαμε ότι ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει από την πράξη του ότι θα προέλθει ένα αξιόποινο αποτέλεσμα, στις προαναφερθείσες περιπτώσεις θάνατος μεγάλου αριθμού συνανθρώπων μας, και δεν απέχει από την ενέργεια του αυτή αποδεχόμενος έτσι το αποτέλεσμα. Διαφέρει δε από την ενσυνείδητη αμέλεια κατά το ότι σε αυτήν ο δράστης δεν αποδέχεται το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά από απερισκεψία ενεργεί αφού πιστεύει ότι σε τελική ανάλυση θα το αποφύγει.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι το μόνο που μπορεί να γίνει για τη χάραξη ορίων μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας είναι μια διαδικασία συγκρίσεων: Όσο πιο έντονη είναι η εσωτερική συμμετοχή του δράστη στην πρόκληση του αποτελέσματος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η κοινωνική αποδοκιμασία της πράξεως και επομένως τόσο περισσότερο υποστηρίξιμη είναι η εκδοχή του ενδεχόμενου δόλου
Όμως, η τυχόν χειραγώγηση της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου από τη νομολογία, η οποία εμπνέεται από κοινωνικοπολιτικές σκοπιμότητες, όπως η κατασίγαση του αναβρασμού που έχει προκληθεί στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα την επιλογή της λύσης του ενδεχόμενου δόλου από αυτό της ενσυνείδητης αμέλειας, δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο μέσο αντεγκληματικής πολιτικής.
Συνεπώς όσο τα όρια ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και την αμέλεια παραμένουν δυσδιάκριτα και ασαφή τόσο θα παραμένει ανοικτά η δυνατότητα για παρεκκλίσεις και εφαρμογές που θέτουν σε κίνδυνο τις θεμελιώδεις αρχές, στις οποίες ερείδεται ολόκληρο το ποινικό σύστημά μας. Από την άποψη αυτή ενδεχομένως απαιτείται ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην πρόσκληση των καιρών για σαφή προσδιορισμό των εννοιών του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας.
_____________________________________
* Άρθρο του κ. Θεόδωρου Π. Μαντά στην εφημερίδα «Ημερησία», 8-11 Απριλίου 2004