Ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) αποτέλεσε μια σημαντική νομοθετική μεταρρύθμιση, δημιουργώντας τομή στο πεδίο εφαρμογής του Ποινικού Δικαίου αντικαθιστώντας, περίπου εβδομήντα χρόνια μετά την εφαρμογή του, τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα. Ταυτόχρονα, προκάλεσε τον δημόσιο διάλογο για τις σύγχρονες ηθικές αξίες και την ευρύτερη κοινωνική αντίληψη στην απαξία συγκεκριμένων εγκλημάτων.
Αποτελέσματα αναζήτησης
Οι νέοι Κώδικες, η εφαρμογή των οποίων ξεκίνησε ήδη από την 1η Ιουλίου, συνιστούν μια προσπάθεια επίτευξης σύγχρονων αντεγκληματικών και εγγυητικών στόχων, με την ανανέωση της ύλης τους μετά από 70 χρόνια και με κατεύθυνση τη βελτίωση του ποινικού συστήματος, ενώ αναμένεται καθοριστική επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η δημιουργία μιας σύγχρονης και ταυτόχρονα ανθρωπιστικής νομοθεσίας.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών καθώς και η εμφάνιση της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας αποτέλεσαν τους θεμέλιους λίθους, ώστε να σχηματισθεί η δικαστική ανεξαρτησία ως αρχή του Δικαίου, προστατευόμενη σήμερα με το άρθρο 87 του Συντάγματος που κηρύσσει την ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων. Είναι όμως πράγματι ανεξάρτητη η Δικαιοσύνη σήμερα;
Μετά από πολλές δεκαετίες και συνεδριάσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που είχαν συσταθεί για την επεξεργασία του νέου Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της διαβούλευσης των τελικών κειμένων, είναι κοινή διαπίστωση ότι στο σύνολό του ο νομικός κόσμος αλλά και η κοινωνία είναι ώριμες και απαιτούν πλέον την εφαρμογή των σύγχρονων αυτών Κωδίκων.
Στην πρόσφατη υπ’ αριθμόν 214/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, το βασικό αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, παρόλο που δεν εισήχθη ως κατηγορία στο ακροατήριο λόγω παραγραφής, εντούτοις εξετάστηκε ενδελεχώς από το Δικαστήριο της ουσίας. Προέκυψε λοιπόν ότι εξαιτίας της αοριστίας της καταγγελίας, στην οποία δεν προσδιορίζονταν ούτε η ταυτότητα του αδικήματος ούτε ο τρόπος με τον οποίο τελέστηκε η πράξη, η παθητική δωροδοκία δεν στοιχειοθετείται και ως εκ τούτου παρέλκει και η εξέταση του άμεσα συνεχόμενου αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
O ποινικός Δικαστής είναι επιφορτισμένος με δύο εξίσου σπουδαία καθήκοντα κατά το στάδιο απονομής της Δικαιοσύνης. Αφενός μεν, να διαπιστώσει αν ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την παραβατική συμπεριφορά για την οποία άγεται ενώπιον του, αφετέρου δε, και αφού καταγνώσει την ενοχή, να επιβάλει σε αυτόν την ποινή που του αναλογεί, εντός των ορίων που προβλέπει ο νόμος, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη βαρύτητα του εγκλήματος όσο και την προσωπικότητά του.
Το οικονομικό έγκλημα αποτελεί μία νέα μορφή εγκληματικότητας, η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας του Ποινικού Κώδικα και προσδιορίζεται συνήθως με βάση το αντικείμενο του εγκλήματος ως «η επιδίωξη και επίτευξη μεγάλου, άμετρου οικονομικού οφέλους με αντίστοιχα μεγάλη βλάβη πολλών».
Με αφορμή τη σύλληψη του γενικού διευθυντή του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν τίθεται εκ νέου το, ούτως ή άλλως, πάντα ουσιώδες ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων τέλεσης αξιόποινης πράξης στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας.
Μετά την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010, το περιεχόμενο του άρθρου 497 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως ακολούθως:
Η επαχθέστερη ανακριτική πράξη η οποία χρονικά έπεται της απολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον του ανακριτή, είναι αναμφισβήτητα η προσωρινή κράτηση αυτού, δηλαδή η στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας για ορισμένο χρονικό διάστημα πριν από την εκδίκαση της κατηγορίας εναντίον του.