Αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη
του Θεόδωρου Π. Μαντά*
Η έννοια των αυτοτελών ισχυρισμών καθορίζεται από τον Α.Π. με έναν μάλλον «περιγραφικό» ορισμό κατά τον οποίο αυτή η προνομιούχος κατηγορία ισχυρισμών αφορά αποκλειστικά σε στοιχεία που κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης (20επ. Π.Κ.) και του αξιοποίνου αυτής (14επ. Π.Κ.), στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό του δράστη (26επ. Π.Κ.), στον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, στους λόγους που αυξομειώνουν την ποινή (83 και 84 Π.Κ.) και τέλος, στον εξωτερικό όρο του αξιόποινου όπου αυτός προβλέπεται.
Δεν εντάσσονται, επομένως, στην έννοια των αυτοτελών ισχυρισμών τα υπερασπιστικά επιχειρήματα και οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί, που αποτελούν τους ισχυρισμούς ουσίας αναφορικά με την εκδικαζόμενη υπόθεση.
Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ.2 Κ.ΠοινΔ από τους διαδίκους με τη διαδικασία του άρθρου 141 παρ. 2 του Κ.ΠοινΔ, και καταχώρούνται στα πρακτικά της ποινικής δίκης είτε με προφορική ανάπτυξη είτε με γραπτή δήλωσή.
Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα.
Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ειδικώς και εμπεριστατωμένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Ειδικότερα, προκειμένου να υπάρξει παραδεκτή προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού απαιτείται:
α) αυτός να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολογήσεως και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα1.
Απαιτείται ακόμα επίκληση των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για την θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνο η αναφορά της νομικής διάταξης που τους προβλέπει2 του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί στην νομική ορολογία.
β) να αποδεικνύεται η πρότασή του και η περαιτέρω προφορική ανάπτυξή του από τα οικεία πρακτικά. Σύμφωνα με τη νομολογία θεωρείται ότι δεν προβάλλονται παραδεκτά όταν δεν προκύπτει ότι κατά την ακροαματική διαδικασία δεν έγινε προφορική ανάπτυξη κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους3.
Σε περίπτωση που δεν προταθούν με τον τρόπο που ως άνω αναφέρεται δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου κατά τρόπο ορισμένο ο αυτοτελής ισχυρισμός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του (αρ. 93 παρ. 3 εδ. α και 20 παρ.1 Σ), διαλαμβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριμένα, διαφορετικά:
1) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας άρθρου 510 παρ.1 στοιχείου Δ’ Κ.ΠοινΔ4, ενώ
2) η μη απάντηση στον ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακροάσεως5, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως.
Η υποχρέωση αιτιολογημένης απαντήσεως στους προτεινόμενους από τους διαδίκους αυτοτελείς ισχυρισμούς απορρέει τόσο από το άρθρο 93 παρ.3 εδ. α’ Σ όσο και από το άρθρο 20, παρ.1 Σ, που κατοχυρώνει τη αρχή της δικαστικής ακρόασης και ειδικότερα την υποχρέωση του δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις του υποκειμένου του δικαιώματος ακρόασης, η οποία αποδεικνύεται με το αιτιολογικό της αντίστοιχης απόφασης, επειδή εκεί ακριβώς όπου αποτυπώνεται η επεξεργασία του συνολικού διαδικαστικού υλικού, εκεί πρέπει να διαπιστώνεται ότι οι απόψεις των ενδιαφερομένων λήφθηκαν υπόψη, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί, αν πραγματικά αυτοί είχαν την ευχέρεια να επηρεάσουν την απόφαση.
Ο Ν. Ανδρουλάκης αξιολογώντας την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης εκ μέρους του Δικαστηρίου θεωρεί, ότι είναι απαραίτητη η αιτιολόγηση της απόρριψης όχι μόνο των «αυτοτελών ισχυρισμών» άλλα όλων εκείνων που εκπληρώνουν τις αναφερθείσες προϋποθέσεις και διαθέτουν ένα minimum πραγματικής στήριξης που είναι αναγκαίο για να πάρει αντίστοιχη συγκεκριμένη τροπή το διαγνωστικό καθήκον του δικαστηρίου υπερασπιστικών ισχυρισμών.
Ως παραδείγματα αυτοτελών ισχυρισμών, που γίνονται δεκτοί από τη νομολογία του Αρείου Πάγου μπορούν να αναφερθούν η συγγνωστή νομική πλάνη, η συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 84 Π.Κ., η κατάσταση ανάγκης είτε του άρθρου 25 είτε του άρθρου 32 Π.Κ., η έμπρακτη μετάνοια κατά το άρθρο 379 Π.Κ., η προβολή του άρθρου 367 Π.Κ., όπου πρέπει να εξειδικεύονται τα επιμέρους πραγματικά περιστατικά ώστε το παραπάνω άρθρο να τύχει εφαρμογής καθώς και η μεταβολή της κατηγορίας από φυσική αυτουργία σε απλή συνέργεια του κατηγορουμένου6.
Η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται παγίως:
α) ότι το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με ειδική αιτιολογία όταν η κρίση του είναι απορριπτική στους πραγματικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου η έννοια των οποίων συνίσταται στην απόδειξη πραγματικών γεγονότων που στοιχειοθετούν ή μη την υποκειμενική ή/και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
β) ότι για τους απλούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς αντιθέτως δέχεται ότι δεν είναι αναγκαίο για το δικαστήριο της ουσίας να παραθέσει για την απόρριψή τους ειδική αιτιολογία αφού υποτίθεται ότι το συγκεκριμένο θέμα καλύπτεται με την επί της ενοχής αιτιολογημένη κρίση του.
γ) όμως, στην περίπτωση των αυτοτελών ισχυρισμών η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και σε αυτούς εφόσον προβάλλονται παραδεκτά.
Ελαφρυντικές Περιστάσεις
Ιδιαίτερη κατηγορία αυτοτελών ισχυρισμών αποτελούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις (84 Π.Κ). Εξαίρεση στον γενικό κανόνα, αποτελεί ο χρόνος προβολής των ελαφρυντικών ισχυρισμών. Ο σχετικός ισχυρισμός παραδεκτώς προβάλλεται για πρώτη φορά από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου για την κήρυξη της ενοχής, δηλαδή κατά το στάδιο της συζητήσεως για την ποινή7. Σημαντικοί εκπρόσωποι του νομικού κόσμου της χώρας υπεστήριξαν με θέρμη την ως άνω πάγια πλέον θέση την νομολογίας του Α.Π, ότι δηλαδή «σωστή είναι (…) η ένταξη της κρίσης για τα ελαφρυντικά στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής» και έτσι «η κρίση περί ενοχής μένει όσο γίνεται καθαρή και ανεπηρέαστη από σκέψεις που αφορούν στην ποινή· ο [δε] συνήγορος υπεράσπισης βγαίνει από τη δύσκολη θέση να προβάλλει αντιφατικά αιτήματα: Αθώωση ή αλλιώς… ενοχή με ελαφρυντικές περιστάσεις»8.
Επιπροσθέτως, χρήσιμο θα ήταν να αναδιατυπωθεί το ά. 371 §3 ΚΠΔ, ώστε να υπάρξουν, μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, δύο διακριτά μεταξύ τους στάδια της ποινικής δίκης: Ένα για την κατάγνωση της ενοχής και ένα δεύτερο (με εξέταση μαρτύρων και εγγράφων, αλλά εν συντομία, απλώς για να διερευνηθεί η προσωπικότητα και η εν γένει κατάσταση του καταδικαζομένου) για την αναγνώριση ή μη ελαφρυντικών περιστάσεων, τον καθορισμό του ύψους της ποινής, κ.λπ. Υπενθυμίζεται ότι τέτοια χωριστή διαδικασία προβλέπεται από τη νομοθεσία μας και για άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις, όπως η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην ασκηθείσα ήδη έφεση, κατ’ ά. 497 §7 ΚΠΔ, και η μετατροπή της ποινής κατ’ ά. 13 ν. 2721/1999. Επομένως δεν θα πρόκειται για «πολυτελή» διαδικασία, όπως εσφαλμένα θα μπορούσε να νομισθεί, αλλά για μία διαδικασία ήδη γνωστή στη δικαστηριακή πρακτική, που θα βοηθούσε στην ορθότερη απονομή της Δικαιοσύνης και, κυρίως, στην καλύτερη αιτιολόγηση των αποφάσεων περί επιμετρήσεως της ποινής, αφού τα Πρακτικά του Δικαστηρίου που αφορούν αυτό το στάδιο της δίκης θα περιέχουν όσα στοιχεία χρειάζονται για να πείσουν από μόνα τους ότι η επιβληθείσα ποινή συνάδει πράγματι, στο μέτρο του εφικτού, με την προσωπικότητα και τις ειδικότερες περιστάσεις -οικογενειακές, οικονομικές, κοινωνικές, επαγγελματικές κ.λπ.- του καταδικαζομένου. Ήδη άλλωστε κατά το προαναφερθέν Πρώτο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος θεώρησε9 ότι «η δικαιοκρατικά ανεπίληπτη ικανοποίηση του ά. 79 ΠΚ είναι (…) εφικτή μόνον με την κατάτμηση της ποινικής διαδικασίας σε δύο φάσεις: διαπίστωση της ενοχής/ αθωότητας – επιμέτρηση της ποινής», δεδομένου ότι «η διερεύνηση της προσωπικότητας του ενόχου είναι πράγματι θεμιτή» ενώ «αντίθετα η εισβολή στην προσωπικότητα του κατηγορουμένου [με συνεκτίμηση των στοιχείων αυτής της προσωπικότητας κατά την απαγγελία της ενοχής του] θα αποτελούσε σε μια δικαιοκρατούμενη φιλελεύθερη έννομη τάξη επικίνδυνη παραφωνία»10.
Τέλος, αξίζει ακόμα να αναφέρουμε ότι η έννοια της, κατά την ΕΣΔΑ δίκαιης δίκης, που συνάδει και με το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, επιβάλλει, ακριβώς, την πλήρη και από κάθε άποψη, έρευνα της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, ιδίως όταν αυτά, που υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, παρίστανται λογικά και αποτελούν μια διαφορετική, έναντι της κατηγορίας, άποψη, πολύ περισσότερο όταν και είναι συμβατά με την κοινή πείρα και λογική, ώστε πρέπει να αποκρουσθούν από το Δικαστήριο της ουσίας με ειδική αιτιολογία.
_____________________________________
* To παρόν κείμενο είναι μέρος της ομιλίας του κ. Θεόδωρου Π. Μαντά στην Ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας,
στην Καλαμάτα στις 30 Απριλίου 2010.
1 Α.Π. 3/2010.
2 Α.Π. 226/2010.
3 Α.Π. 2/2009.
4 Α.Π. 267/2009.
5 Α.Π. 324/2009.
6 Α.Π. 34/2009.
7 Α.Π. 1615/05 ΠραξΛογ ΠΔ 2005/359 και Αρμ 2006/1276 (παρατ. ‘Ολγας Ασλανίδου).
8 Νικ. Ανδρουλάκης στα «Πρακτικά» του Συνεδρίου, σελ. 12.
9 Πρακτικά, σελ. 211.
10 Στο ίδιο πνεύμα βλ. και Αντ. Φούσα, αυτόθι, σελ. 218.